Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

Η Ελενάρα (το ψυχικό).



Γράφει ο Κλεισθένης.
Το κείμενο είναι συνέχεια προηγούμενου με τον τίτλο “Η Ελενάρα”. Πρέπει να διαβαστεί για να μην υπάρχουν απορίες.


Κάποια μέρα, μετά το φαγητό, πήγαμε με την Ελενάρα για καφέ στο σπίτι της, ένα δυαράκι ρετιρέ. Έγινε πριν μια στιχομυθία για το αν ήθελα να πάω σπίτι της. Φυσικά και ήθελα και ούτε με πείραζε το παρελθόν της.
Αφού καθίσαμε άρχισε η κουβέντα.
“Ρε μορφονιέ, πανεπιστημιάκια, γιατί γουστάρεις την παρέα μου”; “για κρεβάτι αποκλείεται, σε είδα τις προάλλες με μια ξανθιά ομορφούλα, άλλωστε σου πέφτω μεγάλη”.
“Κάνεις καλή παρέα, μ' αρέσουν οι συζητήσεις μαζί σου, μαθαίνω” της απάντησα.
“Τι σπουδάζεις”; με ρωτάει.
“Πολιτικές επιστήμες”.
“Δηλαδή ψεύτης”.
“Όχι ρε Ελενάρα, δεν πρόκειται να γίνω πολιτικός”.
“Αλλά”;
“Άσε τώρα που να σου εξηγώ”, “τι θα μου πεις σήμερα”;
Παίρνει βαθιά ανάσα, κι αρχίζει.
“Η ιστορία που θα σου πω είναι δύσκολο να την πιστέψεις”, “δεν θάχεις κι άδικο, ποιος θα πίστευε μια πρώην πουτάνα”
“Άσε τις τσιριμόνιες και λέγε”.
“Καλά, πριν πολλά χρόνια η γειτονιά πούχα το σπίτι θέλησε να με διώξει, γιατί δημιουργούσε λέγανε πρόβλημα το μπουρδέλο μου”, “πρωτοστάτησε κάποιος Ανέστης, χονδρέμπορας, ήταν και επίτροπος στην εκκλησία”, “με φωνάζει μια 'μέρα ο αστυνόμος να πάω στο τμήμα”, “εκεί μούδειξε ένα χαρτί με κάμποσα ονόματα γραμμένα”, “με ρώτησε αν τους ξέρω”, “τούπα όχι αλλά δεν με πίστεψε”
Πίνει λίγο καφέ, αναστενάζει ξανά, ανάβει τσιγάρο. Ασυναίσθητα κάνω προς τα πίσω. “Δεν καπνίζεις 'μορφονιέ, μπράβο, σε πειράζει”;
“Όχι, κάπνισε”.
“Ο αστυνόμος που λες, ντόμπρο παλικάρι μου λέει”, “αυτοί που είδες στο χαρτί μου ζήτησαν να σε διώξω απ' την γειτονιά αλλά αφού έχεις άδεια και όλα τα χαρτιά δεν μπορώ”, “απλά σούδειξα ποιοι είναι, μην το πεις όμως σε κανένα και με κάψεις”.
“Δεν θα το πω, στην τιμή μου” του λέω και σκάσαμε στα γέλια. “Ο αστυνόμος ήτανε παιδί της πιάτσας και ήξερε πως δεν θάλεγα τίποτε”.
Ξαναπίνει λίγο καφέ.
“Λοιπόν”; ρωτάω.
“Σιγά, σιγά μην πνιγώ κιόλας”, “όλους τους ήξερα, οι περισσότεροι είχαν περάσει απ' το σπίτι”, “σχεδόν όλοι με οικογένειες”, “ααχ, ήμουνα πολύ όμορφη στα νιάτα μου, όλοι με γλυκοκοιτάγανε, από μυαλό; κουκούτσι”.
“Και τι έκανες”; ρωτάω με ανυπομονησία.
“Τίποτε, τι ήθελες να κάνω”;
“Να τους ξεμπροστιάσεις” απαντάω έντονα.
“Άκου πανεπιστημιάκια, εγώ δεν χάλασα ποτέ το σπίτι κανενός, εγώ δεν έκανα οικογένεια και ζήλευα όσες είχαν σπιτικό, άντρα και παιδιά”, “έτσι είναι ο κόσμος, κακός”, “άκου όμως και το καλύτερο”, “ο Ανέστης, αυτός ο χονδρέμπορας που ήταν και επίτροπος είχε μια υπηρετριούλα που τούχαν στείλει από ένα χωριό για να τρώει ένα κομμάτι ψωμί, φτώχεια βλέπεις”, “ένα βράδυ λοιπόν βλέπω σ' ένα πεζούλι, μέσα στο σκοτάδι, ένα κορίτσι να κλαίει”, “έκανα να φύγω αλλά με πιάσανε τα ψυχοπονιάρικά μου”, “πλησίασα, το κορίτσι ήταν η υπηρετριούλα του Ανέστη”, “γιατί κλαις, την ρώτησα”, “έφυγα απ' του κυρ Ανέστη, μου απάντησε”, “γιατί; τη ρώτησα”, “έκλαιγε, έκλαιγε και δεν μου απαντούσε”, πονηρεύτηκα, κάτι συμβαίνει”, “την πήρα στο σπίτι μου, όχι στο μπουρδέλο αλλά στο σπίτι που έμενα, της έστρωσα να κοιμηθεί και το πρωί άρχισα την ανάκριση”.
Πίνει λίγο καφέ κι αναστενάζει.
“Λέγε, με γκάστρωσες” της λέω.
“Καλά, καλά, συνεχίζω”, “ο Ανέστης το βίαζε το κοριτσάκι, αυτό δεν άντεξε άλλο και την κοπάνησε”, “τάχασα, είναι δυνατόν, ο Ανέστης, ο χονδρέμπορας, ο επίτροπος στην εκκλησία”; “εκείνη τη 'μέρα δεν πήγα για δουλειά, πήρα το κοριτσάκι και το πήγα στον γιατρό, αυτόν ντε που μας εξετάζει και παίρνουμε το πιστοποιητικό”, “φοβόμουνα μήπως το είχε γκαστρώσει ο παλιάνθρωπος”, “ευτυχώς, δεν ήταν γκαστρωμένο, θάταν στείρος, ο θεός τιμωρεί και τους ζωντανούς να ξέρεις”.
“Ο Ανέστης είχε οικογένεια”; ρωτάω.
“Πως δεν είχε, ήταν παντρεμένος με μια θεούσα”, “δεν είχε όμως παιδιά”.
“Τι εννοείς θεούσα” ρωτάω”.
“Να αυτές με τον σφιχτοδεμένο κότσο, που κάνουν βαθιές μετάνοιες και μεγάλους σταυρούς στις εκκλησιές”, “κακές γυναίκες, εγώ στο λέω, η Ελενάρα η πουτάνα”.
“Καλά αυτή η θεούσα, όπως λες, δεν πήρε χαμπάρι τίποτε”; ρωτάω.
“Και να πήρε, αυτές δεν μιλάνε, φοβούνται τι θα πει η γειτονιά, κάνουν τις θρήσκες για τον κόσμο ενώ στο βάθος είναι στρίγκλες”.
“Μετά τι έγινε”; ρωτάω.
“Μετά πήγα το κορίτσι στο πρακτορείο, τούβγαλα ένα εισιτήριο και τόστειλα πίσω στο χωριό του”, “δεν το ξανάδα από τότε, καλή του ώρα όπου και νάναι”, “τι έφταιγε το δύστυχο”;
Αναστενάζει και ανάβει τσιγάρο, “ξέρω πως δεν καπνίζεις” μου λέει, “αλλά καφές χωρίς τσιγάρο δεν πάει”, “το άναψα γιατί μετά έγιναν κι άλλα”.
“Δηλαδή”;
“Σιγά, ομορφονιέ, σιγά να πάρω μιαν ανάσα”.
Με την κουβέντα είχα ξεχάσει τον καφέ μου, είχε πια κρυώσει, άρχισα να τον πίνω έστω και κρύο.
“Θες ένα τσιγαράκι”; με ρωτάει.
“Να μου λείπει το βύσσινο”.
“Σιγά μη σούδινα, να πάθεις καρκίνο, νέο παιδί”.
“Έλα άστα αυτά τώρα, τι έγινε μετά”;
“Σε λίγες μέρες μαθαίνω ότι κάποιος χαράκωσε με σουγιά τον Ανέστη”, “ρωτάω ποιος και μου λένε, ο αδερφός του κοριτσιού που βίαζε ο Ανέστης”. “Ήρθε απ' το χωριό και τον χαράκωσε στη μούρη”. “Τον πιάσανε και τον πήγανε στο αυτόφωρο”, “το λυπήθηκα το παλικάρι, πήγα κι εγώ, μάρτυρας”, “ο 'σαγγελέας είπε πως δεν ήμουνα αξιόπιστη μάρτυρας, πουτάνα βλέπεις, αλλά ο πρόεδρος τον έκοψε και δέχτηκε την κατάθεσή μου”, “του 'ρίξανε κάμποσους μήνες φυλακή”. “Σαν βγήκε ήρθε και μ' ευχαρίστησε, νάναι καλά το παλικάρι”. “ Ο Ανέστης έφυγε απ' την γειτονιά, δεν τον ξανάδα από τότε”. “Λοιπόν”; με ρωτάει.
“Τι λοιπόν”;
“Τα πιστεύεις αυτά που σου λέω”;
“Ναι! Ρε Ελενάρα, τα πιστεύω, γιατί να μου πεις ψέμματα”;
“Για να σου κάνω την καλή, ξέρω 'γω”;
“Γιατί να μου κάνεις την καλή”; “για να σε παντρευτώ”;
Βάζει τα γέλια. “Αλήθεια σου λέω, αυτό το ψυχικό τόχω για τον άι-Πέτρο, μπας και γλιτώσω την κόλαση”.
“Ελενάρα, πρέπει να φύγω, έχω πολύ διάβασμα, τα ξαναλέμε”.
Έφυγα, οι ιστορίες της Ελενάρας μούκαναν τόση εντύπωση που ίσως να επηρέασαν και τον χαρακτήρα μου, τις αντιλήψεις μου, την θεώρησή μου για την κοινωνία και τους ανθρώπους, άλλο πράγμα να τα μαθαίνεις απ' τα βιβλία και άλλο πράγμα απ' την Ελενάρα, την φίλη μου, την πρώην πουτάνα, με την ωμή λαλιά.



Ετικέτες

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Το δίλημμα για την Συρία.



Γράφει ο Κλεισθένης.
Σύννεφα πολέμου στον ουρανό της Συρίας. Οι “προοδευτικοί” και “εθνοσωτήρες” “υπερδημοκράτες” δυτικοί ετοιμάζονται πυρετωδώς για
επέμβαση στην Συρία, για να την εκδημοκρατίσουν, όπως ισχυρίζονται.
Μας ζητούν να διαλέξουμε, τον σατανά ή τον διάβολο.
Απ' τη μια το αιμοσταγές καθεστώς Άσσαντ κι απ' την άλλη οι φονιάδες των λαών Αμερικάνοι και τα δουλικά τους.
Προσωπικά τους απορρίπτω όλους.
Ας θυμηθούμε λίγο το ιστορικό.
Στην Συρία επεκράτησε το κόμμα αλ-Μπάαθ, κάτι σαν το δικό μας προδοτικό ΠΑΣΟΚ σε πιο σκληρή βερσιόν. Πρόεδρος μέχρι τον θάνατό του ήταν ο αδίστακτος δικτάτορας, τύπου Σαντάμ Χουσεΐν, Χάφεζ αλ-Άσσαντ. Θυμίζω ότι το κόμμα του Σαντάμ Χουσεΐν ήταν αδελφό κόμμα με το μπάαθ της Συρίας και επί Παπανδρέου του Ανδρέα αδελφό κόμμα με το ΠΑΣΟΚ.
Κληρονομικώ δικαίω τον αντικατέστησε στην προεδρία ο γιος του Μπασάρ αλ-Άσσαντ. Σπουδαγμένος στην δύση.
Προς στιγμή δόθηκε η εντύπωση ότι θα εκδημοκράτιζε την Συρία, ότι θα την έκανε μία δυτικού τύπου δημοκρατία αλλά αντίθετα ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του και κυβερνά μέχρι σήμερα στηριζόμενος από ένα καθεστώς ανελεύθερο και δικτατορικό. Οι πολιτικές δολοφονίες, οι αποκλεισμοί και οι διώξεις των αντικαθεστωτικών ήταν και είναι στην ημερήσια διάταξη του καθεστώτος Μπάαθ.
Σήμερα μία ομάδα φανατικών ισλαμιστών απ' όλο τον κόσμο, συνεπικουρούμενη απ' την αλ-Κάιντα και τους δυτικούς, επιχειρεί να ανατρέψει τον δικτατορίσκο Άσσαντ και να επιβάλει ισλαμοκρατία.
Πιστεύω ότι όλοι οι εχέφρονες οφείλουν να καταδικάσουν ομού και το σάπιο και διεφθαρμένο καθεστώς Άσσαντ και τους δυτικούς συμμάχους των ισλαμοφασιστών.
Η Συρία θα βρει τον δρόμο του εκδημοκρατισμού μόνο στηριγμένη στον Συριακό λαό. Οι έξωθεν παρεμβάσεις δεν πρόκειται να λύσουν το πρόβλημα απεναντίας θα το οξύνουν και θα δώσουν στην αλ-Κάιντα περισσότερα πολιτικά ερείσματα στον Αραβικό κόσμο.
Εγώ διάλεξα την απόρριψη και των δύο πλευρών, εσείς;

Ετικέτες

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Η Ελενάρα.






Γράφει ο Κλεισθένης.
Όταν η αλήθεια είναι ωμή, πονάει αλλά λυτρώνει.
Ξεκινώ να γράφω επειδή κάτι με πιέζει, με πνίγει, είναι θυμός; οργή; απογοήτευση; όλα μαζί; δεν ξέρω. Ο
άνθρωπος είναι περίεργο ζώο.


Κάμποσα χρόνια πριν, φοιτητικά χρόνια, μένω σε μια υποβαθμισμένη συνοικία, φτηνό ενοίκιο ανεκτό για τα οικονομικά μου.
Η συνοικία “κακόφημη”, βάζω το κακόφημη σε εισαγωγικά γιατί δεν την έλεγα εγώ αλλά οι “καθωσπρέπει”, ποιοι καθωσπρέπει; όλοι αυτοί που δεν ήταν καθωσπρέπει αλλά λαμόγια του κερατά, υποκριτίλες, φτιασιδωμένοι για το δήθεν. Οι αστοί, συμφωνείς ή όχι μαζί τους, έχουν επίπεδο, έχουν κουλτούρα, σε οριακές καταστάσεις επαναστατούν, ναι! Επαναστατούν. Οι άλλοι, οι μικροαστοί, η μεσαία τάξη όπως λέγεται, οι νοικοκυραίοι, αυτοί ντε που σέρνονται σαν τα σκουλήκια, που τραβούν κατ' όπου φυσάει ο άνεμος, η γάγγραινα της κοινωνίας, αυτοί ονόμαζαν την συνοικία “κακόφημη”. “Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω”. Ας είναι. Ή είσαι αστός ή είσαι “εκτός”, τα μεσοβέζικα είναι κάλπικα, ψεύτικα, φτιασιδώματα.


Κάθε μεσημέρι έτρωγα σ' ένα φτωχικό ταβερνάκι κοντά στο σπίτι. Οι πελάτες απλοί άνθρωποι, του μεροκάματου. Είχα γνωρίσει μερικούς και τα λέγαμε, πόνος και δυστυχία.
Σ' ένα τραπεζάκι στην γωνιά κάθονταν μία κυρία γύρω στα πενήντα. Κάπου-κάπου την χαιρετούσαν με το “γεια σου Ελενάρα”, αυτή ανταπέδιδε τον χαιρετισμό με ένα “γειά σου και 'σένα”.
Περίεργη γυναίκα, λιγομίλητη, απλησίαστη, δίπλα της δεν καθόταν ποτέ κανένας.
Ένα μεσημέρι το μαγαζάκι “τίγκα γεμάτο, όλα τα τραπέζια πιασμένα, μόνο το γωνιακό όπου κάθονταν η παράξενη κυρία. Η πείνα δεν κρύβεται και δεν αντέχεται, παίρνω το θάρρος, πηγαίνω στο γωνιακό τραπεζάκι και ρωτάω την παράξενη κυρία. “Να καθίσω; δεν έχει άδειο τραπέζι”.
“Εμένα δεν με πειράζει αλλά εσύ θα καθίσεις”; Μου απαντάει.
“Γιατί;” Ρωτάω.
“Να γιατί όλοι θα σε κοιτάζουν περίεργα”. Μου λέει.
“Γιατί”; Ξαναρωτάω.
“Να γιατί παλιότερα είχα σπίτι”.
“Και λοιπόν”; “όλοι έχουμε ένα σπίτι”
“Ξουράφι είσαι” μου λέει. “Να ήμουνα πουτάνα, είχα μπουρδέλο”.
Προς στιγμή τα χάνω, δεν περίμενα τέτοια ωμότητα, γρήγορα συνέρχομαι. “Εμένα δεν με πειράζει καθόλου” της λέω, “άρα κάθομαι, πεινάω σαν λύκος”.
Το γκαρσόνι πλησιάζει με περίεργο χαμόγελο, “τι θα φάμε σήμερα”; με ρωτάει.
Του δίνω παραγγελία και δυο μπυρίτσες. “Θα πιεις μια μπυρίτσα”; ρωτάω την γυναίκα με την ωμή λαλιά.
“Δεν χαλάω χατίρια” μου αποκρίνεται.
Ο πάγος έσπασε, έκτοτε όποτε την έβρισκα στο ταβερνάκι καθόμουν δίπλα της και συζητούσαμε, ήταν καταπληκτική συνομιλήτρια. Μερικές φορές πηγαίναμε για καφέ, σ' ένα καφενείο σε μια στοά.
Είχα και έχω την άνεση να κάθομαι με την ίδια ευκολία με κάποιον “σπουδαίο” όπως και με κάποιον “απόβρασμα”. Οι λέξεις είναι σε εισαγωγικά για ευνόητους λόγους, εξαρτάται απ' το ποιος λέει για ποιον.
Σε κάποια συζήτησή μας η Ελενάρα, η παράξενη γυναίκα, η πρώην πουτάνα, μου είχε πει πως απ' την νομιμότητα έως την παρανομία η απόσταση είναι μια λεπτή γραμμή. Αν τύχει και περάσεις αυτή την γραμμή τότε δεν υπάρχει γυρισμός. Το “σύστημα” δεν σε αποδέχεται πια αλλά και 'συ δεν γουστάρεις τον “καθωσπρεπισμό”. Όταν την ρώτησα αν μετάνοιωσε που έγινε πουτάνα μου είπε.
“Εσύ τι λες”; “Δεν μετάνοιωσα τώρα που γέρασα αλλά πολύ πριν”.
“Πότε δηλαδή”;
“Θα σου πω μια ιστορία”; “έχεις κουράγιο”; “Θέλει κότσια και μυαλό για να καταλάβεις”.
“Σε κοτζάμ πανεπιστήμιο πάω, εσύ τι λες δεν έχω μυαλό”;
“Άσε τα πανεπιστήμια αγόρι μου, εδώ μιλάμε για το πεζοδρόμιο, για την ίδια την ζωή”.
Επειδή μ' έτρωγε η περιέργεια δεν έδωσα συνέχεια στον διαξιφισμό.
Αρχίζει την αφήγηση.


“Μερικά χρόνια πριν ήμουνα στο σπίτι, ξέρεις πια ποιο σπίτι, οπότε έρχεται ένας κύριος”, “θα περάσετε;” “τον ρωτάω”.
“Όχι μου λέει”, “κάτι άλλο θέλω”.
“Αστυνομία; ρωτάω”
“Όχι, όχι μου απαντάει”, “κάτι άλλο”
“Ακούω”.
“Να θέλω μια εξυπηρέτηση”.
“Από 'μένα”; “τι είδους εξυπηρέτηση”;
“Να έχω ένα γιο και θέλω να τον φέρω, είναι πρωτάρης, ξέρεις εσύ”.
“Α! τέτοια εξυπηρέτηση”; “φέρτον και μην ανησυχείς”, “ξέρω απ' αυτά”.
“Έτσι κι έγινε”, “εκείνη την εποχή ήταν συνήθεια οι πατεράδες να πηγαίνουν τα αγόρια τους στα μπουρδέλα για την πρώτη τους φορά”, “εγώ δεν το κρίνω και πολύ περισσότερο δεν το κατέκρινα ποτέ”. “Τις κρίσεις τις αφήνω για τον θεό και τους “καθωσπρέπει”.
“Όταν ήρθαν πατέρας και γιος, βγήκα στο σαλόνι και είπα με τρόπο στον πατέρα να φύγει”.
“Αυτός δίστασε για λίγο αλλά πείστηκε κι έφυγε”
“Παρατήρησα τον νεαρό, ήταν ένα πολύ όμορφο αγόρι, σαν κι αυτά που ερωτεύεσαι εύκολα”.
“Ντρεπόταν και γιαυτό έβαλα όλο μου τον επαγγελματισμό για να χαλαρώσει”.
“Έ! φιλαράκι” μου λέει ξαφνικά, “μην περιμένεις αναπαράσταση”.
“Καλά εσύ μιλάς, ότι θέλεις λες, εγώ περιμένω κι ακούω, δεν έκανα ούτε είπα τίποτε”.
“Εντάξει, όταν τελειώσαμε με τον νεαρό, τότε κλείδωσα το σπίτι, ξάπλωσα στον καναπέ και έκλαιγα, πόσην ώρα μη με ρωτάς, ούτε που ξέρω”.
“Γιατί έκλαιγες”; ρωτάω “δεν ήταν δα και η πρώτη φορά”.
“Όχι ρε πανεπιστημιάκια, δεν έκλαιγα γιαυτό αλλά για το ότι είχα καταστρέψει την ζωή μου”. “Έπρεπε νάχα βρει ένα τέτοιο νεαρό όταν ήμουν νέα, να τον ερωτευόμουν, να παντρευόμασταν, νάχα και κουτσούβελα”. “Γκέκε”; “Αλλά τι τα θες, ήταν αργά, συνέχισα νάχω το σπίτι, να κάνω αυτή την δουλειά, μέχρι λίγο καιρό πριν, έχω πλέον αποσυρθεί, είμαι πια γριά για το επάγγελμα”.
“Καλά, γιατί δεν τα παράταγες νωρίτερα, γιατί δεν παντρεύτηκες”; Ρωτάω.
“Άστα φιλαράκι, εγώ δεν είχα νταβατζή όταν ήμουνα πουτάνα, θ' αποκτούσα μετά”; “Τι τα θες, τι τα γυρεύεις, δεν υπάρχει γυρισμός, μια φορά πουτάνα πάντα και για όλους πουτάνα”.


Περάσανε τα χρόνια, χαθήκαμε, πολύ αργότερα έψαξα για να την βρω, μούπαν πως μετακόμισε σ' ένα χωριό αλλά δεν ήξεραν σε ποιο. Μούμειναν ωστόσο οι αναμνήσεις, οι συζητήσεις που κάναμε, τα καφεδάκια που ήπιαμε κι ας ήτανε πρώην πουτάνα, ήταν και παραμένει φίλη, φίλη καθαρή όχι “μουσαντένια”. Καλή της ώρα αν ζει κι όπου βρίσκεται.



Υ/Φ χρησιμοποιώ τον όρο "αστός" όχι με την πολιτική ή οικονομική του έννοια αλλά απλά με την κοινωνιολογική. Με τον όρο “εκτός” εννοώ καθέναν και καθεμία έξω απ' το αστικό κατεστημένο. Δεν χρησιμοποιώ το “πόρνη” γιατί είναι πολύ “καθωσπρέπει”, προτιμώ το “πουτάνα”, είναι γνήσιο.










Ετικέτες

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Ο Γροίκας.



Γράφει ο Κλεισθένης.
Βρίσκομαι για διακοπές στο γυναικοχώρι. Απέναντι απ' το σπίτι μου κάθε πρωί και κάθε απόγευμα κάθεται μια γριούλα, μόνη της σε μια πολυθρόνα. Την βλέπω καθημερινά και κάθε φορά που
πάω στο χωριό, όποτε περνάω της λέω μια καλημέρα. Αναρωτιέμαι αν έχει συγγενείς αλλά μέχρι σήμερα δεν τόλμησα να την ρωτήσω. Σήμερα λοιπόν το πρωί σταμάτησαν έξω απ' το σπίτι της γριούλας καμιά δεκαριά αυτοκίνητα. Κόσμος μπαινόβγαινε, άντρες, γυναίκες, παιδιά. Στην αυλή γύρω από ένα τραπέζι κάθονται πέντε-έξη άντρες. Να 'παθε κάτι η γιαγιούλα; Ξεθαρρεύω και πλησιάζω.
“Καλημέρα” τους λέω.

“Καλημέρα” μου απαντούν.

“Τι έγινε”; ρωτάω, “έπαθε κάτι η γιαγιά”;

Σηκώνεται ένας άντρας γύρω στα πενήντα και μου λέει, “όχι, η γιαγιά είναι καλά”. “Είμαστε οι γαμπροί της, τα κορίτσια της και τα εγγόνια της”. “Ελάτε να πιούμε λίγο καφέ”.

Πλησιάζω και κάθομαι στο τραπέζι, σε λίγο έρχεται κι ο καφές.

“Ήρθαμε για το μνημόσυνο του Γροίκα”, μου λέει ένας απ' τους άντρες.

“Ποιος ήταν ο Γροίκας”; ρωτάω.

“Ο πεθερός μας”, “ο άντρας της γιαγιάς”.

“Τον λέγανε Γροίκα”; ρωτάω, “τι όνομα είναι αυτό”;

“Γροίκας ήταν το παρανόμι του” μου απαντούν, “όλοι εδώ στο χωριό έχουν παρανόμια, έτσι τους γνωρίζουν”.

Ήπια τον καφέ, τους χαιρέτησα και τράβηξα για το σπίτι μου.

Σε λίγο ήρθε ο παπάς του χωριού και μαζί με όλο το συγγενολόι τράβηξαν για το νεκροταφείο.

Την άλλη μέρα έφυγαν όλοι και η γριούλα ξαναβγήκε στην αυλή, καθόταν πάλι μόνη της στην πολυθρόνα της.

Αποφάσισα να λύσω τις απορίες μου κι έτσι πλησίασα.

“Καλημέρα γιαγιά” της είπα.

“Καλώς τον” μου απάντησε.

Κάθισα σ' ένα πεζούλι δίπλα της και άρχισα τις ερωτήσεις.

Η γιαγιά ήταν ευδιάθετη και πολύ ομιλητική, απαντούσε μέχρι που κατάλαβε τι ήθελα να μάθω και μου είπε. “Στάσου να στα πω απ' την αρχή”.

Με ορθάνοιχτα τ' αυτιά άκουγα μένοντας εμβρόντητος σε κάποια σημεία της αφήγησής της.



“Σαν ήμουνα κοπελίτσα, γυρνούσαμε απ' τα χωράφια μαζί με τους δικούς μου”, “τότε τον είδα”, “τον κοίταξα ίσια στα μάτια και με κοίταξε κι εκείνος”, “ήταν ο Γροίκας”, “ψηλός και γεροδεμένος”.

“Αυτό ήταν”, “σαν φτάσαμε στο σπίτι είπα του πατέρα μου”, “πατέρα θέλω να παντρευτώ, θέλω να πάρω τον Γροίκα”.

“Ο πατέρας μου ξαφνιάστηκε”, “τι λες κόρη μου”; “πως σούρθε”;

“Πατέρα τον κοίταξα και με κοίταξε”, “αυτό μου φτάνει”.

“Δε λέω, ο Γροίκας είναι καλό παιδί, πως είσαι σίγουρη ότι σε θέλει”.

“Πατέρα πήγαινε βρες τον πατέρα του να τα κανονίσετε, είμαι σίγουρη πως με θέλει”.

“Έτσι κι έγινε”, “σε λίγο καιρό είχαμε αρραβώνες και μετά τον θέρο κάναμε και τον γάμο”.

“Ο Γροίκας ήτανε περιζήτητος γαμπρός αλλά κι εγώ ήμουνα ομορφοκαμωμένη”, “μην κοιτάς τώρα που γέρασα”. “Ο Γροίκας μου ήτανε καλός και λιγομίλητος”, “κάναμε μαζί πέντε κορίτσια”, “κάθε φορά που γένναγα τον έβλεπα πικραμένο, ήθελε γιο, τόχε μαράζι”.

“Θυμάμαι όταν γέννησα την στερνοπούλα μας ήρθε στο κρεβάτι, πήρε το μωρό στην αγκαλιά του και είπε”.

“Όρε γυναίκα, τούτο το μωρό είναι πανέμορφο”.

“Όλα μας τα κορίτσια είναι όμορφα, Γροίκα μου”

“Ναι, αλλά ετούτο είναι σαν αγγελούδι”

“Τ' αγαπάς τα κορίτσια μας Γροίκα”; “τον ρώτησα”.

“Όρε γυναίκα, τι 'ρώτημα είναι τούτο”; “άκου αν αγαπάω τα κορίτσια μας; και βέβαια τ' αγαπάω”.

“Κουρασμένη απ' την γέννα αποκοιμήθηκα αλλά είχα ακόμα τον φόβο ότι ο Γροίκας μου ήθελε γιους και δεν τ' αγαπούσε τα κορίτσια μας”.

“Σε λίγο καιρό, ήτανε χειμώνας, ήρθε ο Γροίκας μου νωρίτερα απ' τον καφενέ”, “Τα κορίτσια μας τρέξανε στην πόρτα και αγκαλιάσανε τα πόδια του”, “ήτανε τέσσερα που να τα κάνει καλά”, “τα φώναξα και ήρθανε στο κουζινάκι, ξωπίσω τους ο Γροίκας μου”.

“Είχα ανάψει την ξυλόσομπα και έβραζα τραχανά για βραδινό, τραχανά με τυρί φέτα, άρεσε πολύ στα κορίτσια μας”, “Όχι για να το παινευτώ αλλά με τον Γροίκα μου δεν στερηθήκαμε τίποτα, πάντα φρόντιζε να τάχουμε όλα, ήτανε δουλευταράς και προκομμένος”, “όταν πούλαγε την σοδειά αγόραζε πάντα φουστανάκια, παπουτσάκια και ότι άλλο έπρεπε για τα κορίτσια μας και μετά τα καμάρωνε με τα καινούρια τους τα ρούχα”. “Αυτά κάνανε σαν τρελά όποτε τον έβλεπαν” “ποτές του δεν τα μάλωσε, εγώ καμιά φορά τα μάλωνα και μούλεγε, τι τα μαλώνεις όρε γυναίκα, αυτά είναι μικρούτσικα σαν κουκλίτσες”.

“Μέσα στο κουζινάκι, δίπλα στην σόμπα είχαμε μια μεγάλη κρεβατίνα”, “πήρε λοιπόν ο Γροίκας μου το μωρό, ξάπλωσε στη μέση της κρεβατίνας ανάσκελα με λυγισμένα τα πόδια, έβαλε το μωρό ανάμεσα στα σκέλια του με το κεφαλάκι στα γόνατά του και τούλεγε λεξούλες”, “αυτό κούναγε τα χεράκια του πάνω-κάτω και χαχάνιζε”, “που και που μπουρμπούλιζε, αμπού, αγκού και δώστου γέλαγε ο Γροίκας μου”, “τ' άλλα τέσσερα κορίτσια μας ανεβήκανε στην κρεβατίνα και χοροπηδάγανε γύρω του”, “τον καβαλάγανε στο στήθος, του τραβούσανε τα μαλλιά και τις μουστάκες κι αυτός γέλαγε”, “εγώ κοίταζα 'φχαριστημένη”, “τότε έφυγε κι ο φόβος ότι δεν αγαπούσε ο Γροίκας μου τα κορίτσια μας”.

Αφού κουράστηκαν πατέρας και κορίτσια, κένωσα τον τραχανά στα πιάτα και καθίσαμε στο τραπέζι”.

“Ο Γροίκας μου είχε την στερνοπούλα μας στα γόνατά του και με ρώτησε”, “κάνει όρε γυναίκα να φάει το μωρό τραχανά”; “κάνει” του απάντησα, “μεγάλωσε πια”.

“Πήρα το μωρό στην αγκαλιά μου και το τάιζα τραχανά”, “μου λέει τότες ο Γροίκας μου”, “όρε γυναίκα κοίτα το μωρό έχει μουστάκια”, “ήτανε ο τραχανάς πούχε κολλήσει στο στοματάκι του μωρού”, “σκέφτηκα, έχει μαράζι ακόμα ο Γροίκας μου, δεν κάναμε ένα γιο”.

“Αφού φάγαμε πήγα τα κορίτσια μας για ύπνο”, “ξεθεωμένα απ' το παιγνίδι αποκοιμηθήκανε αμέσως”, “το μωρό κοιμότανε στην κούνια”, “τότες είπα στον Γροίκα μου”, “μην στεναχωριέσε άντρα μου που δεν έχουμε γιο, θ' αποχτήσουμε σύντομα πέντε γιους”.

“Τ' είναι τούτα που λες όρε γυναίκα” μ' αποκρίθηκε.

“Ναι, Γροίκα μου, πέντε γιους, πέντε παλληκάρια και δεν θα κουραστούμε να τα μεγαλώσουμε, θα τα 'χουν μεγαλωμένα άλλες μανάδες”, “θα κάνουμε πέντε γαμπρούς Γροίκα μου, μην χολοσκάς που δεν έχουμε γιούς”.

“Στάθηκε για λίγο σκεφτικός και μου απαντάει”

“Δεν χολοσκάω πια όρε γυναίκα, μούφυγε το σαράκι, δεν ήτανε γραφτό μας ν' αποχτήσουμε 'σερνικά μα τα κορίτσια μας είναι όμορφα, τόσο όμορφα που θα τα καλοπαντρέψουμε, δίκιο έχεις”.

“Έτσι κι έγινε, περάσανε τα χρόνια και παντρέψαμε τα κορίτσια μας με τους άντρες που 'δες χτες, αποκτήσαμε εγγόνια και δισέγγονα, τα 'δες χτες”. “Τα πρόλαβε κι ο Γροίκας μου πριν φύγει, αποχτήσαμε εγγόνες και εγγονούς μα ο Γροίκας μου ποτές δεν τα ξεχώρισε”.“Ότι και να σου πω, τα κορίτσια μας τ' αγάπαγε ο Γροίκας μου, αν κακότυχα αρρώσταινε κάποιο, ξαγρύπναγε και μια και δυο και τρεις νυχτιές μέχρι να πέσει ο πυρετός”.

“Σε λίγο θα πάω να τον βρω, θάχει έτοιμο το σπίτι μας εκεί πάνω, με περιμένει”, “Τα παιδιά μου μου λένε να πάω μαζί τους στην πόλη, εγώ όμως θέλω να πεθάνω εδώ σ' αυτό το σπίτι, στο σπίτι μας, εμένα και του Γροίκα μου, εδώ που γέννησα και μεγάλωσα τα κορίτσια μας”.



Πέρασε η ώρα, χαιρέτησα την γιαγιούλα και τράβηξα για το σπίτι μου, ώρα φαγητού.

Αργότερα με μια γλυκόπικρη γεύση στο στόμα σκάρωσα λίγα στιχάκια.



Πέντε κορίτσια του ΄κανα

λουλούδια μυρωμένα

πέντε κορίτσια ζηλευτά

ομορφοκαμωμένα.



Μα το μαράζι για 'να γιο

τον Γροίκα βασανίζει,

όμως για την κακοτυχιά

κανέναν δεν κακίζει.



Περνάει ο καιρός ακράτητος

χειμώνες καλοκαίρια

και πέντε γιους απόχτησε

των κοριτσιών του ταίρια.



Τώρα πια έχει πέντε γιους

και πέντε θυγατέρες,

έχει εγγόνους κι εγγονές

γαληνεμένες 'μέρες.





Υ/Φ Το “Γροίκας” είναι παρανόμι (παρατσούκλι) και το γράφω αυθαίρετα με “οι”, πιθανολογώ ότι προέρχεται απ΄το γροικώ (ακούω). Η ιστοριούλα έχει στοιχεία αληθινά και φανταστικά, σύμμεικτα.








Ετικέτες ,