Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Απολογισμός.


Καμπουριασμέν' η ράχη μου
σκυμμένο το κεφάλι
η περισυλλογή βαθιά
μα στείρα ανάθεμά τη.

Ξέχασα τα τραγούδια μου
σφραγίσανε τα χείλη
ανάθεμα στην ενοχή
που τα δεσμά μου σφίγγει.

Αθέλητε συμβιβασμέ
βίασες τη ζωή μου
όρισες πότε που και πως
σάπισες την ψυχή μου.

Αργά-αργά κι αθέλητα
βαδίζω προς τον χάρο
ελπίζω στη συνάντηση
απαλλαγή να πάρω.

Ετικέτες

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Ναυμαχία στη «μπανιέρα»


Το κείμενο είναι φανταστικό δεν απέχει όμως πολύ απ' την πραγματικότητα εξάλλου η φαντασία απλώς συνενώνει μνήμες άλλου χρόνου και τόπου.



Κυριακή απόγευμα στην κουζίνα.
(Η νύφη): «Το καφεδάκι σου μπαμπά»
«Σε ‘φχαριστώ κόρη μου»
(Η συμβία): «Σςςς, κάτι ακούω, το μωρό ξύπνησε»
Με δυο τρεις γρήγορες δρασκελιές (για να φτάσω πρώτος) βρέθηκα πάνω απ’ την κούνια του μωρού, δεύτερος εγγονός βλέπεις.
Δυο μεγάλα μάτια με αναγνωρίζουν και ένα μεγάλο χαμόγελο με υποδέχεται (αλήθεια γιατί όλα τα μωρά έχουν μεγάλα μάτια χωρίς αυτό να τα ασχημαίνει;).
Το αρπάζω απ’ τη μέση και ώωωπ, ώωωπ το πετάω ψηλά και ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Αρχίζει ο πόλεμος.
(Η συμβία): «σιγά χριστιανέ μου, μωρό είναι όχι τσουβάλι»
Αυτή ήταν η πλωριά μπαταριά και αμέσως έρχεται και η πρυμνιά.
(Η νύφη): «μπαμπά πρόσεχε θα σου πέσει το μωρό»
Θα μου πέσει το μωρό, εμένα που άρπαζα το τσουβάλι το τσιμέντο και ανέβαινα τρέχοντας τις σκάλες στην οικοδομή.
Τέσσερα χέρια απλώνονται προς το μέρος μου και δυο αγριεμένα πρόσωπα με κοιτούν.
Όχι ότι φοβήθηκα ή παρατάω εύκολα τη μάχη αλλά ύποπτη μυρωδιά και υγρασία με αναγκάζουν να παραδώσω το μωρό αμαχητί.
Σαν άχρηστος και περιττός αποφασίζω να παρακολουθήσω απ’ την πολυθρόνα σαν θεατής την παράσταση.
Ομηρικός πόλεμος ανάμεσα στο μωρό απ’ τη μια μεριά και την γιαγιά με τη μάνα του απ’ την άλλη.
Πρώτη μάχη, το γδύσιμο. Εντολές, διαταγές, υποδείξεις, παρακλήσεις και άλλα πολλά ακούγονται. «Το κουμπί μητέρα!». «Το ξεκούμπωσα κόρη μου, βγάλε του το μανίκι». Ο μπόμπιρας αντιστέκεται και χαχανίζει. Τελικά χάνει την πρώτη μάχη και νάτον τσιτσίδι.
Σειρά τώρα έχει η ναυμαχία. Ετοιμάζεται το πεδίο της μάχης. «Να ρίξω λίγο κρύο ακόμα μην το τσουρουφλίσουμε το παιδί». «Το δοκίμασα μητέρα, εντάξει είναι». Μυρίζει ξανά μπαρούτι. Τέσσερα χέρια επιτίθενται και εντολές εκτοξεύονται. «Είπαμε πάνω τα χεράκια, μην κουνιέσαι, μην πλατσουρίζεις».  Ο μικρός χάνει και την δεύτερη μάχη και νάτος πεντακάθαρος και μυρωδάτος μέσα στην πετσέτα.
Οι νικήτριες παίρνουν τα λάφυρα. Η μια δαγκώνει το μπράτσο και ή άλλη χώνει το μούτρο της στην κοιλιά του μωρού, και να τα γέλια και να τα χάχανα.
Μωρό μου η μία, πασά μου ή άλλη.
«Το παιδί έχει όνομα, διαμαρτύρομαι». Δέχομαι άλλη διπλή επίθεση.
(Η νύφη): «Μα μπαμπά δεν τον βαφτίσαμε ακόμα».
(Η συμβία): «Το όνομά σου το πήρε ο μεγάλος εγγονός τι άλλο θέλεις».
«Εγώ; για τον καημένο το συμπέθερο νοιάζομαι».
Ο ειρηνοποιός (ο γιος) ακούγεται απ’ το άλλο δωμάτιο.
«Μπαμπά έρχεσαι λίγο να με βοηθήσεις;»
Εγκαταλείπω το πεδίο της μάχης, ο γιος βλέπεις, φουσκώνω σαν διάνος αφού κάποιος χρειάζεται την βοήθειά μου και τρέχω, τώρα τι σόι βοήθεια θέλει κοτζάμ επιστήμονας από ‘μένα τον αγράμματο συνταξιούχο οικοδόμο ένας θεός ξέρει.
Σε λίγο το πώς βρέθηκα στα τέσσερα με τον μεγάλο εγγονό μου στην πλάτη να φωνάζει ντέεε παππού ντέεε, εγώ! το πρώτο σκεπάρνι της οικοδομής με δύο πήχες μουστάκι δεν ξέρω, εγγονός βλέπεις έχει και τ’ όνομά μου.

(οικογενειακή ιστορία)

Ετικέτες ,

Ο γιγαντοβασίλης.


Το κείμενο ψηλαφίζει μνήμες σαν κι αυτές, που υγραίνουν τα μάτια και αν δεν προλάβει η ανάστροφη του χεριού, η σταγόνα, το άτιμο, κατρακυλά στο μάγουλο.
Το αφιερώνω στη γειτονιά μου, στη γειτονιά που μεγάλωσα, στη γειτονιά που με μεγάλωσε και που τόσο αγάπησα.









Ελληνική επαρχία πριν πολλά χρόνια.
Απορροφημένος στο διάβασμα, ξάφνου το δωμάτιο σκοτείνιασε, όχι πως ήταν καλοφωτισμένο, πόσο φως μπορούσε να μπει απ' το παράθυρο, πούβλεπε στο σοκάκι;
«Διαβάζεις»; Με ρώτησε ο γίγαντας πού 'πιανε όλο το παράθυρο με το τεράστιο σώμα του.
«Ναι» απάντησα, «καλά, όταν τελειώσεις να 'ρθεις να φάμε», «Μα, έχω φάει», «δεν πειράζει θα ξαναφάς, θα σε περιμένω».
Η αλήθεια ήταν ότι οι μυρωδιές απ' τη κουζίνα της γειτόνισσας, πατάτες τηγανισμένες με λίπα και τσιγαρίδες, ήταν πειρασμός, με είχαν αναγκάσει να ανασαίνω απ' το στόμα, να μη μυρίζω, να συγκεντρωθώ στο διάβασμα.
«Καλά θα 'ρθω» απάντησα.
Ο Βασίλης ή γιγαντοβασίλης όπως τον φώναζε όλη η γειτονιά. Γιγαντόκορμος και καλόκαρδος σαν μωρό, φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, δουλευταράς. Πάντα πρόθυμος, ν' αλλάξει το σπασμένο κεραμίδι απ' το χαμόσπιτο της κυρά Λένης, να ασπρίσει το δωμάτιο της γιαγιούλας, όπως την έλεγε, χωρίς να καταδεχτεί να πάρει ποτές του λεφτά. Ποτέ δεν ενόχλησε, πήγαινε κι ερχόταν αθόρυβα παρ' όλο το τεράστιο κορμί του.
«Δύο επί δέκα είκοσι και εξήντα απ' εδώ ογδόντα», αυτό ήταν τέλειωσα. Μ' ένα σάλτο απ' το παράθυρο και λίγα γρήγορα βήματα πατάω το τσεμπερέκι ανοίγω την πόρτα και να 'μαι καθισμένος στο τραπέζι.
«Μάνα, ο μικρός ήρθε, βάλε να φάμε». Δυο πιάτα, δυο πιρούνια και στη μέση η πιατέλα με τις τραγανοψημένες πατάτες και τις ροδοκόκκινες τσιγαρίδες. Με χέρια σαν κουπιά κόβει το καρβέλι και με τη βροντερή φωνή του, λέει. «Μάνα, φέρε και λίγο τυρί, ο μικρός είναι αδύνατος πρέπει να παχύνει». «τρώγε πριν κρυώσει», «μετά θα μου διαβάσεις απ' το βιβλίο, εκείνο που μ' αρέσει», «μα, το 'χω διαβάσει εκατό φορές», «δεν πειράζει και μια, εκατόν μια».
Ήθελε να του διαβάσω την ιστορία της γοργόνας, της αδελφής του Μεγαλέξανδρου. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί του άρεσε τόσο πολύ.
Με το στομάχι γεμάτο και το στόμα ταγγιστό απ' τη λίπα και τις τσιγαρίδες αρχίζω το διάβασμα. Σε λίγο με διακόπτει, «τι θα γένεις άμα μεγαλώσεις»; «δεν ξέρω, ο πατέρας μου με φαντάζεται δικηγόρο και η μάνα μου θέλει να γίνω γιατρός», «κι εγώ σου λέω να γένεις δάσκαλος», χτυπάει το χέρι στο τραπέζι, υψώνει τη φωνή, «ναι ορέ, δάσκαλος να γένεις, δάσκαλος», «δάσκαλος»; ρωτάω, «γιατί»;
Χαμηλώνει τη φωνή σα να ζητάει συγνώμη που φώναξε, «Μα, για να μαθαίνεις τα παιδιά γράμματα, να μη γενούν στουρνάρια σαν και μένα».
Σηκώνεται ξαφνικά όρθιος, «Πατέρα, άστο, θα το φέρω εγώ» φωνάζει.
«Μα, παιδί μου, είσαι κουρασμένος απ' τη δουλειά», «τι λες πατέρα, εγώ δούλεψα λίγες ώρες, εσύ δούλευες μια ζωή».
Αυτός ήταν ο γιγαντοβασίλης, αγράμματος ναι!  Αλλά όχι στουρνάρι.

(παιδικές μνήμες)

Ετικέτες ,

Έθνιο.













Χιλιετιών πλατάνι
στη Μεσόγειο
με ριζώματα τον Άθω
Πελοπόνησο.

Ραψωδίες τραγωδίες
δημοτράγουδο
μελωδίες ψαλμωδίες
σ' ήχο πλάγιο.

Με φλογέρες ψαροπούλες
άροτρο
Μεσολόγγι Αρκάδι Σούλι
Ζάλογγο.

Με νταούλια με ζουρνάδες
κυκλικό χορό
πόνους βάσανα φαρμάκια
καπηλειό.

Εδώ ειν' ανατολή
με κιονόκρανα
αετώματα ανδριάντες
κατορθώματα.

(στιχάκια Ελληνικά)

Ετικέτες

Γεροντομουρμούρισμα.















Κάνε μια στάση βρε ζωή, άνοιξε τα κιτάπια,
τι μου χρωστάς; τι σου χρωστώ; τι μούδωσες; τι πήρες;
Μου 'δωσες βαρυχειμωνιές, βάσανα και φαρμάκια.
Δέκα καντάρια όνειρα, τα 'ρπαξες για δυο λίρες.

Άδικο χρέος βρε ζωή, με τόκο κι άλλο τόκο,
σου πλήρωσα, σε 'ξώφλησα, με πόνο και με κόπο.
Όλα τα πήρες, τα 'κλεψες, μ' απανθρωπιά στο ζύγι,
άσε με τώρα ήσυχο, για όσο μου 'χει μείνει.

Κάνε μια στάση βρε ζωή, τα μάτια πριν 'σφαλίσω,
όσους μου καλοφέρθηκαν, να τους ευχαριστήσω.
Σ' αυτούς που μ' αδικήσανε, συγχώρεση δεν δίνω,
γιατί 'μουνα φτωχόπαιδο, διπλά ορφανεμμένο.

Γέρο τρελέ, τρελόγερε, τι σιγομουρμουρίζεις;
θαρείς πως είναι μπορετό, απ' την αρχή να ζήσεις;
αναπολείς τη νειότη σου; την αδικοχαμένη;
άδικος κόπος γέροντα, αυτή 'ναι περασμένη.

Για στάσου λίγο βρε ζωή, τα νειάτα; στερημένα,
δίκιο τα γεροντάματα, να 'ναι 'ξαθλιωμένα;
Σα νιος είχα τη δύναμη, ανέβαινα ανηφόρια,
κουράγια τώρα που να βρώ; σκληρή 'ναι η ανημπόρια.

(στιχάκια γεροντίστικα)

Ετικέτες

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Σέρνομαι, παραπατάω.









Στο κουτάλι την ζεσταίνω, στην ενέσα την περνώ,
με τρεμάμενο το χέρι, μες τη φλέβα την χτυπώ.

Σέρνομαι παραπατάω, το μυαλό μου είναι θολό,
αχ, μανούλα μου πονάω, να ξεφύγω δεν μπορώ.

Τώρα μάνα να με κλάψεις και στα μαύρα να ντυθείς,
τώρα κόλαση περνάω, τώρα να με λυπηθείς.

Αν πεθάνω μη δακρύσεις, μη μου στεναχωρηθείς,
καθαρό κι ευτυχισμένο, θέλω να με θυμηθείς.

(στιχάκια που πονάνε).

Ετικέτες

Σέρνομαι, παραπατάω.









Στο κουτάλι την ζεσταίνω, στην ενέσα την περνώ,
με τρεμάμενο το χέρι, μες τη φλέβα την χτυπώ.

Σέρνομαι παραπατάω, το μυαλό μου είναι θολό,
αχ, μανούλα μου πονάω, να ξεφύγω δεν μπορώ.

Τώρα μάνα να με κλάψεις και στα μαύρα να ντυθείς,
τώρα κόλαση περνάω, τώρα να με λυπηθείς.

Αν πεθάνω μη δακρύσεις, μη μου στεναχωρηθείς,
καθαρό κι ευτυχισμένο, θέλω να με θυμηθείς.

(στιχάκια που πονάνε).

Ετικέτες

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Μια δίκη, μα! τι δίκη.

Πρωί στο αυτόφωρο. (λίγο παραποιημένη εξιστόρηση)

Πρόεδρος: Αστυφύλαξ τι έχουμε εδώ; γιατί ο κατηγορούμενος μπήκε στην αίθουσα με το ακορντεόν;
Αστυφύλαξ: Συνελήφθη να επαιτεί, κ. Πρόεδρε, το ακορντεόν δεν το αποχωρίζεται, για να το βγάλω πρέπει να κόψω τα λουριά.
Πρόεδρος: καλά, καλά, κατηγορούμενε για πλησίασε, πως λέγεσαι;
Ανώνυμος: να στα πω όλα να μην κουράζεσαι να με ρωτάς.
Είμαι ανώνυμος, αγράμματος, αστράτευτος, άστεγος, άνεργος, άγαμος, άτεκνος και αδίκαστος.

Ο πρόεδρος τα χάνει.

Πρόεδρος: σιγά-σιγά, να τα πάρουμε ένα-ένα. Γιατί ανώνυμος;
Ανώνυμος: οι γονείς μου με παράτησαν μικρό στο ίδρυμα, μου φόρτωσαν όνομα και επώνυμο, δύο άχρηστα πράγματα και μου στέρησαν τα χρήσιμα, αγάπη, στοργή και φροντίδα. Πέταξα τα άχρηστα και επέλεξα το ανώνυμος, όσο για αγάπη, στοργή και φροντίδα; τα 'χω ξεγράψει .

Κόκκαλο ο πρόεδρος.

Πρόεδρος: γιατί αγράμματος; στο ίδρυμα δεν πήγες σχολείο;
Ανώνυμος: Είχαμε μια δασκάλα με κότσο τα μαλλιά και μουστάκι, θεούσα, μου 'λεγε να διαβάσω και της έλεγα “ουστ σκύλα”, με ξυλοφόρτωνε μέχρι που την κοπάνησα απ' το ίδρυμα και ζω μόνος εδώ κι εκεί. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πως χωρούσε τόση κακία σε μια "θεοσεβούμενη".

Ο πρόεδρος βλέπει το σκηνικό σαν διάλειμμα και συνεχίζει.

Πρόεδρος: γιατί αστράτευτος;
Ανώνυμος: μου 'δωσαν τρελλόχαρτο, από άρνηση σε άρνηση ήμουνα, ξέρεις τώρα εσύ.
Πρόεδρος: καλά είσαι άστεγος, που μένεις; που κοιμάσαι;
Ανώνυμος: όπου βρω, παγκάκι το καλοκαίρι, στοά τον χειμώνα.
Πρόεδρος: άνεργος; καλά πως ζεις; τι τρως;
Ανώνυμος: 'κονομάω χαρτζιλίκι παίζοντας ακορντεόν.

Στην αίθουσα επικρατεί νεκρική σιγή. Τα ανθρωπάκια παρακολουθούν και σιγά-σιγά, έστω και προσωρινά, μετουσιώνονται σε ανθρώπους.

Πρόεδρος: άγαμος, δεν θέλησες ποτέ να κάνεις οικογένεια; να νοικοκυρευτείς;
Ανώνυμος: να 'χω μόνιμα βάσανα; όχι.

Η διαδικασία αποκτά ενδιαφέρον και κινεί την περιέργεια του προέδρου.

Πρόεδρος: αφού είσαι άγαμος και άτεκνος τι θ' απογίνεις όταν γεράσεις;
Ανώνυμος: όσο αντέχω θα ζω, μετά θα πεθάνω όπως όλοι.
Πρόεδρος: καλά είναι ζωή αυτή που ζεις;
Ανώνυμος: Αυτό που ζω εγώ είναι ζωή, δεν είμαι σίγουρος αν αυτό που ζεις εσύ είναι ζωή.
Πρόεδρος: δηλαδή;
Ανώνυμος: να, η ζωή μου είναι σκληρή, ζεσταίνομαι όταν κάνει ζέστη, κρυώνω όταν κάνει κρύο, βρέχομαι όταν βρέχει, πίνω όταν διψάσω, τρώω όταν πεινάσω. Ο κόσμος μου είναι μεν σκληρός αλλά είναι γνήσιος και αληθινός.

Ο πρόεδρος ξεχνάει ότι βρίσκεται στην έδρα και συνεχίζει την πρωτόγνωρη διαδικασία.

Πρόεδρος: δηλαδή;
Ανώνυμος: να οι άνθρωποι που συνυπάρχουμε δεν υποκρινόμαστε, δεν λέμε μεταξύ μας ψέμματα. Η πουτάνα ποτέ της δεν θα κάνει την παρθένα, ο πρεζάκιας ποτές του δεν θα παριστάνει την οσία Μαρία, ο μπουκαδόρος δεν θα παρουσιαστεί σαν άσπρη περιστέρα, ο παπατζής δεν θα πει πως είναι άγιος. Κατάλαβες;
Πρόεδρος: μα όλοι όσους ανέφερες δεν είναι και οι καλύτεροι, είναι αποβράσματα.
Ανώνυμος: για 'σένα και τους όμοιούς σου. Για 'μένα είναι οι κολλητοί μου, οι φίλοι μου, οι άνθρωποί μου.
Πρόεδρος: αυτοί σου φέρονται καλά;
Ανώνυμος: καλύτερα από τους άλλους, τους σωστούς του δικού σας κόσμου.
Πρόεδρος: δηλαδή;
Ανώνυμος: να, αν μου κλέψει κάποιος απ' τους δικούς μου κάτι, το κάνει απ' ανάγκη ενώ οι άλλοι κλέβουν χωρίς να τους λείπει τίποτε.
Πρόεδρος: είπες αδίκαστος, πως γίνεται όταν κάνεις παρέα με αποβράσματα;
Ανώνυμος: δεν ενόχλησα ποτέ κανένα, με ενοχλούν δεν ενοχλώ.

Η ώρα πέρασε και ο πρόεδρος επιμένει να ρωτάει.

Πρόεδρος: όσα μας είπες ότι είσαι αρχίζουν απ' το στερητικό α, είσαι και κάτι άλλο από α;
Ανώνυμος: ναι! Είμαι αυτοδίδακτος ακορντεονίστας.
Πρόεδρος: υπάρχει κάτι άλλο από α που δεν είσαι;
Ανώνυμος: αμέ! Δεν είμαι αχάριστος, απατεώνας, άδικος.

Ο πρόεδρος επιμένει να ρωτάει αν και η ώρα έχει περάσει, περιμένουν κι άλλες υποθέσεις. Οι δικηγόροι κοιτάζουν κάθε λίγο το ρολόι τους.

Πρόεδρος: είσαι κάτι άλλο που δεν αρχίζει από α;
Ανώνυμος: βέβαια, λεύτερος.
Πρόεδρος: λεύτερος; αστυφύλαξ, τι ακριβώς έκανε ο κατηγορούμενος;
Αστυφύλαξ: έπαιζε ακορντεόν και οι περαστικοί έριχναν στο πιατάκι κέρματα κ. πρόεδρε.
Πρόεδρος: παρίστανε τον τυφλό; τον κουτσό; εξαπατούσε;
Αστυφύλαξ: όχι κ. Πρόεδρε.
Πρόεδρος: ζητούσε χρήματα από τους περαστικούς; τους απειλούσε;
Αστυφύλαξ: όχι, κ. Πρόεδρε.
Πρόεδρος: καλά, πήγαινε. Κατηγορούμενε, είσαι όπως είπες λεύτερος, ε! κι από 'μένα είσαι ελεύθερος.


Ετικέτες ,

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Κρίση στην κρίση














Άστραψ' η λάμα, το λεπίδι,
στολίδια 'ξωστρακίσαν φως,
κοφτή φωνή μες το σκοτάδι,
ο νόμος του ληστή σκληρός.

Ηχούν βροντές οι κατηγόριες,
οι μαρτυρίες υστερικές,
στήνουν χορό ψευτοκουλτούρα
της ηθικής και οι "γραφές".

Η πλάστιγγα τάχει ζυγίσει,
ένα προς χίλια η διανομή,
πόρνη "διανόηση" το βρήκε,
μ' υποκρισία περισσή.

Αστών "δημοκρατία" με τυραννία, αστών "δικαιοσύνη" με καταισχύνη.

Τρέμε των κραταιών σαπίλα,
η "ηθική" σου υστερεί,
σαν έχει δυο να φάνε δέκα,
και λύση πια δεν καρτερεί.

Λαού δημοκρατία μ' αυτονομία, λαού δικαιοσύνη με καλοσύνη.

(Στιχάκια βιωματικά).

Ετικέτες

Ρεμαλοκουβέντες.




Είμαι ρεμάλι κλασσικό, πάντα ταπί και ρέστος,
με μια κιθάρα ζητιανιά, γλυκομιλιάς μαέστρος.

Ζητιάνος δεν κατάντησα, είναι επιλογή μου
γιατί 'ναι όλα στη ζωή, κόντρα στη λογική μου.

Στην κοινωνία άχρηστος και παραπεταμένος,
ολημερίς κι ολονυχτίς, είμ' απασχολημένος.

Εμένα σπρώχνει ο βιαστικός, χρόνο για να κερδίσει.
Εμένα βρίζει ο νευρικός, μέχρι να ηρεμήσει.

Εμένα δείχνει ο γονιός, τον γιο να νουθετήσει,
Σ' εμένα δίνει η γριά, παράδεισο να κλείσει.

Σ' εμέ η διαμαντοστόλιστη, την κουβαρντού θα κάνει,
Σ' εμένα ο μπάτσος τακτικά, το άχτι του θα βγάλει.

Οι κήρυκες στον άμβωνα, για 'μένα θα μιλήσουν,
ας μου 'κοβαν όλοι ένα μισθό, να μ' αποκαταστήσουν.

Ο ταχυδρόμος να 'ρχεται, δεν πάω στα ταμεία,
να μου τα φέρνει το πρωί, χαζού-τρελού γωνία.

(Βιωματικά στιχάκια).

Ετικέτες